- ὁμαλοῦ
- ὁμαλόςevenmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Omalos — Le plateau d Omalos (en grec: Οροπέδιο Ομαλού) est un plateau montagneux de Crète, en Grèce. Il se situe dans le massif des Lefka Ori, dans le nome de La Canée, à 38 kilomètres au sud de La Canée. Son altitude moyenne est de 1250 mètres. Le… … Wikipédia en Français
Plateau d'Omalos — Omalos Le plateau d Omalos (en grec: Οροπέδιο Ομαλού) est un plateau montagneux de Crète, en Grèce. Il se situe dans le massif des Lefka Ori, dans le nome de La Canée, à 38 kilomètres au sud de La Canée. Son altitude moyenne est de 1250 mètres.… … Wikipédia en Français
Omalós — Le plateau d’Omalós (en grec: Οροπέδιο Ομαλού) est un plateau montagneux de Crète, en Grèce. Il se situe dans le massif des Lefká Óri, dans le nome de La Canée, à 38 kilomètres au sud de La Canée. Son altitude moyenne est de 1250 mètres. Le… … Wikipédia en Français
ομαλία — ὁμαλία, ἡ (Μ) [ομαλός] η ιδιότητα τού ομαλού, ομαλότητα … Dictionary of Greek
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
ομαλότητα — η (ΑΜ ὁμαλότης) [ομαλός] (ιδίως για επιφάνεια) η ιδιότητα τού ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο, χωρίς εσοχές ή εξοχές, χωρίς ανωμαλίες («ὁμαλότης τοῡ ἐνόπτρου», Αριστοτ.) νεοελλ. πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ευρυθμία τού… … Dictionary of Greek
Γιάνναρης — Επώνυμο αγωνιστών της Κρητικής επανάστασης. 1. Αντώνιος (1852 – 1909). Λόγιος και εθνικός αγωνιστής, γνωστός και με το επώνυμο Γιανναράκης. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο ΑΘηνών και στη Γερμανία και το 1896 διορίστηκε καθηγητής στο… … Dictionary of Greek
Λευκά Όρη — I Ορεινός όγκος (ψηλότερη κορυφή: Πάχνες, 2.452 μ.) της δυτικής Κρήτης, στον νομό Χανίων. Ονομάζεται και Μαδάρες, εξαιτίας της ελάχιστης βλάστησης. Τα Λ.Ό. εκτείνονται από το βόρειο τμήμα του νομού, όπου χαμηλώνουν ομαλά στις πρώην επαρχίες… … Dictionary of Greek
Μωάμεθ ή Μεχμέτ — Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’, ο λεγόμενος Τζελεμπί (1389; 1421). Γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ A’, ανέβηκε στον θρόνο το 1402, ύστερα από την αιχμαλωσία του πατέρα του στη μάχη της Αγκύρας και τη νίκη του Ταμερλάνου. Ο … Dictionary of Greek